λίς 2

λίς 2
λίς 2
Grammatical information: adj.
Meaning: adjunct of πέτρη (μ 64, 79), of σινδών (SGDI 5702, 19; Samos IVa) `smooth'.
Dialectal forms: Myc. rita (pawea = φάρϜεα `mantels, clothes')
Derivatives: Beside it 1. acc. sg. (also taken as pl.) λῖτ--α, dat. λιτ-ί `smooth (simple(?) linen' (Hom.). 2. λῑτός `simple' (IVa), λίτως (Alc. F 7, 2; connection unknown) with λιτότης f. `simpleness' (Democr. 274, Thphr.). - 3. λισσός (Crete IIIa, also GN), f. λισσή (Od.), λισσάς, Boeot. λιττάς (Corinn., A., E., Theoc., A. R.) `smooth, callow', also metaph. `naked, insolvent' (Crete); from here λισσόομαι in [λισ]σωθέντων ptc. `becoming insolvent' (Crete IIIa) and in λίσσωμα `bald spot on the skull', λίσσωσις `becoming bald, baldheadedness' (Arist.); cf. λισσούς δεομένους. καὶ τοὺς ἡσυχῆ φαλακρούς H.
Origin: XX [etym. unknown]
Etymology: On λισσάνιος s. v. These words must be explained as follows acc. to Fraenkel Nom. ag. 1, 88ff.. The basis was the τ-stem λι-τ- in λί-ς and in the substantives λῖτ-α, λιτ-ί. Thematic enlargement gave λιτ-ό-ς; beside it a ια-deriv. in fem. *λῖσσα (from *λῖτ-ι̯α), with (through the orig. ablauting gen. λισσῆς) a new nom. λισσή with masc. λισσός. With λίς: λῖσσα cf. e.g. θής : θῆσσα, Κρής : Κρῆσσα. - From λίς the form λεῖος can hardly be separated; so λῑ-τ- zero grade to a lengthened grade lēi- (Fraenkel l.c.) or because of its monosyllabicity from *λῐ-τ- lengthned to lei- (cf. Schwyzer 350)? - There is no reason to postulate a separate word λῖτ-α, λιτ-ί `linnen' (s. Bq s. λίνον); s. also Bechtel Lex. s. λίς, λισσός. Uncertain suppositions.
Page in Frisk: 2,128-129

Greek-English etymological dictionary (Ελληνικά-Αγγλικά ετυμολογική λεξικό). . 2010.

Игры ⚽ Нужна курсовая?

Look at other dictionaries:

  • λίς — 1 lion masc nom sg (epic) λί̱ς , λίς 2 smooth fem nom sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • λῖς — λίς 1 lion masc nom sg (epic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • λις — (I) λίς, ἡ (Α) 1. ως επίθ. λεία, ομαλή («λὶς πέτρη», Ομ. Οδ.)·2.λῑτα, λιτί (τ. ουσ. αιτ. εν. ή πληθ. και δοτ. εν. οι οποίοι πρέπει να έχουν σχέση με τη λέξη) α) λείο λεπτό ύφασμα που έστρωναν στον θρόνο και πάνω σ αυτό έστρωναν κατόπιν τους… …   Dictionary of Greek

  • Λις, Γιόχαν — (Johann Liss ή Lys, 1595; – 1631). Γερμανός ζωγράφος. Σπούδασε ζωγραφική στην Ολλανδία. Αργότερα μετέβη στη Ρώμη και επηρεάστηκε από την τεχνοτροπία του Καραβάτζιο. Το 1620 εγκαταστάθηκε οριστικά στη Βενετία, όπου σώζεται ο πίνακάς του Τα οράματα …   Dictionary of Greek

  • Μακ Λις, Άρτσιμπαλντ — (Archibald MacLeish, Γκλενκόου, Ιλινόις 1892 – 1982). Αμερικανός ποιητής, δραματουργός και πανεπιστημιακός. Αφού πήρε το δίπλωμα νομικής από το πανεπιστήμιο Χάρβαρντ, έφυγε από τις ΗΠΑ για να πολεμήσει στον Α’ Παγκόσμιο πόλεμο και παρέμεινε στην… …   Dictionary of Greek

  • λῖτα — λίς 2 smooth masc/fem acc sg λίς 2 smooth fem acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • λῖν — λίς 1 lion masc acc sg (epic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • λίτα — λίς 2 smooth neut nom/voc/acc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • λῖθ' — λῖτα , λίς 2 smooth masc/fem acc sg λῖτα , λίς 2 smooth fem acc sg λῖτε , λίς 2 smooth fem nom/voc/acc dual …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • Αραμπάλ, Φερνάντο — (Fernando Arrabal, Μελίγια 1932 –). Ισπανός μυθιστοριογράφος και θεατρικός συγγραφέας. Τα θεατρικά του έργα σφραγίζονται από μια ατμόσφαιρα έντονης φρίκης, όπως συμβαίνει και στο πρώιμο θέατρο του Ανταμόβ, και κυριαρχούνται από χαρακτήρες με μια… …   Dictionary of Greek

  • Γάνδη — (γαλλ. Gand, φλαμ. Gent). Πόλη (224.180 κάτ. το 2000) του βορειοδυτικού Βελγίου, πρωτεύουσα της περιφέρειας της Ανατολικής Φλάνδρας, στη συμβολή των ποταμών Λις και Σκάλδη. Το παλαιότερο τμήμα της πόλης (της εποχής του Μεσαίωνα και της… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”